- πόριμον
- πόριμοςable to providemasc/fem acc sgπόριμοςable to provideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόριμος — ον, θηλ. και ίμη, Α 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.) 2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος 3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.) 4. (για τροφή)… … Dictionary of Greek